- παραορμόνη
- η(βιοχ.) βιοχημικός παράγοντας που δεν είναι γνήσια ορμόνη, δηλ. δεν εκκρίνεται από ενδοκρινή αδένα, αλλά μοιάζει με ορμόνη ως προς τον τρόπο που επιδρά στη λειτουργία τών κυττάρων ή οργάνων-στόχων, στα οποία φθάνει μέσω τής κυκλοφορίας τού αίματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parahormone (< παρ[α]-* + ορμόνη)].
Dictionary of Greek. 2013.